- επικρατώ
- (AM ἐπικρατῶ, -έω) [κρατώ]1. επιβάλλομαι, υπερτερώ, νικώ («τῶν δὲ ἐχθρῶν πλέον ἐπικρατήσετε», Λυσ.)2. (για καταστάσεις, έννοιες, διαθέσεις κ.λπ.) υπερισχύω, κυριαρχώ, υπερέχω («επικράτησε η σύνεση»)3. (για λόγους, θεωρίες, τάσεις κ.λπ.) είμαι διαδεδομένος, επιδρώ («πῶς ἐπεκράτησε καὶ τίνι τρόπῳ τὸ τῶν Ἀχαιῶν ὄνομα κατὰ πάντων Πελοποννησίων», Πολ.)νεοελλ.υφίσταμαι, υπάρχω («επικρατεί ψύχος», «επικρατούν βόρειοι άνεμοι»)νεοελλ.-μσν.απρόσ. επικρατείείναι καθιερωμένομσν.1. βαστώ, συγκρατώ2. (για δρόμο) ακολουθώ3. (αμτβ.) ακμάζω, ανθώ4. διαρκώαρχ.-μσν.εξουσιάζω, κυβερνώ, διοικώ («ὅσσοι γὰρ νήεσσιν ἐπικρατέουσιν ἄριστοι», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. υπερισχύω στη μάχη2. κατακτώ, κυριαρχώ («τῆς γὰρ θαλάσσης οἱ Μιλήσιοι ἐπεκράτεον», Ηρόδ.)3. αποκτώ.
Dictionary of Greek. 2013.